τσιμπολόγημα

τσιμπολόγημα
το, -ατος
1. τσίμπημα που επαναλαμβάνεται.
2. μτφ., λήψη λίγης τροφής: Δεν έφαγε πολύ, τσιμπολόγημα έκανε.
3. μτφ., συστηματική και επιτήδεια απόσπαση μικρών χρηματικών ποσών: Με το τσιμπολόγημα απ' τον μπάρμπα του έχει πάντα χαρτζιλίκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσιμπολόγημα — το, Ν [τσιμπολογώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπολογώ …   Dictionary of Greek

  • τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”